- δράσσω
- βλ. δράττομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδράσσω — Α (το ενεργ. και το μέσ.) αρπάζω κάτι ή συλλαμβάνω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δράσσω, σπάνιος τ. τού δράττομαι «αρπάζω, συλλαμβάνω με δύναμη»] … Dictionary of Greek
ԲՌՆԵՄ — (եցի.) NBH 1 517 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c ձ. δράσσω, ἑγκρατέω prehendo, teneo Ի բուռն առնուլ, բռամբ պինդ ունել. ըմբռնել. արգելուլ. ունիմ, (կալայ). բռնել. դութմագ. *Յորժամ բռնիցես, մի՛ թողուցուս զնա. Սիր. ՟Ղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)